Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ παροιμιακά

См. также в других словарях:

  • παροιμιακά — παροιμιακός proverbial neut nom/voc/acc pl παροιμιακά̱ , παροιμιακός proverbial fem nom/voc/acc dual παροιμιακά̱ , παροιμιακός proverbial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμιακός — ή, ό / παροιμιακός, ή, όν, ΝΑ [παροιμία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροιμία, ο παροιμιώδης («παροιμιακή ρήση») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παροιμιακόν (ενν. μέτρον) αναπαιστικός καταληκτικός δίμετρος που απαντά συνήθως στο τέλος αναπαιστικού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»